αναύξητος

αναύξητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν αυξήθηκε, αμεγάλωτος: Η πατρική περιουσία έμεινε αναύξητη.
2. (γραμμ.), «αναύξητα ρήματα», τα ρήματα που δεν παίρνουν αύξηση, π.χ. αρχίζω-άρχισα, ορίζω-όρισα, ησυχάζω-ησύχασα, καθίζω-κάθισα κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀναύξητος — without augment masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναύξητος — η, ο (Α ἀναύξητος, ον) 1. εκείνος που δεν αυξάνεται μσν. νεοελλ. (Γραμμ.) αναύξητα ρήματα εκείνα που δεν παίρνουν αύξηση …   Dictionary of Greek

  • ἀναυξητότερον — ἀναύξητος without augment adverbial comp ἀναύξητος without augment masc acc comp sg ἀναύξητος without augment neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναύξητον — ἀναύξητος without augment masc/fem acc sg ἀναύξητος without augment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναυξήτοις — ἀναύξητος without augment masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναυξήτοισι — ἀναύξητος without augment masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναυξήτου — ἀναύξητος without augment masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναυξήτους — ἀναύξητος without augment masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναύξητα — ἀναύξητος without augment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”